- προσηκώνομαι
- προσηκώθηκα, σηκώνομαι από σεβασμό μπροστά σε κάποιο πρόσωπο: Καθώς τους είδε η Λυγερή επροσηκώθηκέ τους (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσηκώνομαι — Ν σηκώνομαι από σεβασμό για να χαιρετίσω κάποιον ή για να τού παραχωρήσω τη θέση μου … Dictionary of Greek
προσήκωμα — το, Ν [προσηκώνομαι] το να σηκώνεται κανείς μπροστά σε άλλον σε ένδειξη σεβασμού … Dictionary of Greek